- δορκαλίς
- δορκᾰλίς, ίδος, ἡ,A = δορκάς, Call.Epigr.33.2, AP7.578 (Agath.), Opp. C.1.165; of a girl, AP5.291.12 (Agath.).II [full] δορκαλῖδες, ων, αἱ, = δορκάδειοι ἀστράγαλοι, Herod.3.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δορκαλίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορκαλίδες — δορκαλίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορκαλίδεσσιν — δορκαλίς fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορκαλίδος — δορκαλίς fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορκαλίδων — δορκαλίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορκαλίσι — δορκαλίς fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)